τρίκαρπος

τρίκαρπος
τρί-καρπος, dreimal im Jahre Frucht bringend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίκαρπος — ον, ΜΑ αυτός που παράγει καρπό τρεις φορές τον χρόνο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «τρίκαρπον τριετῆ». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + καρπός (πρβλ. μυριό καρπος)] …   Dictionary of Greek

  • τρίκαρπον — τρίκαρπος bearing fruit masc/fem acc sg τρίκαρπος bearing fruit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικάρπους — τρίκαρπος bearing fruit masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίκαρπα — τρίκαρπος bearing fruit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”